της Εύης Γεωργιάδου*
Η πολιτική που εφάρμοσαν και εφαρμόζουν όλες οι κυβερνήσεις σχετικά με τη βιομηχανική ρύπανση και την αντιμετώπιση των βιομηχανικών ατυχημάτων μεγάλης έκτασης (ΒΑΜΕ) αποτελεί ένα απ΄ τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα του υποκριτικού ενδιαφέροντός τους για το περιβάλλον. Αποκαλύπτει, επίσης, τους πραγματικούς στόχους της πολιτικής τους, που κρύβεται με τον μανδύα της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής.
Ποια είναι η πραγματική κατάσταση;
Τα γνωστά περιστατικά ρύπανσης και ατυχημάτων όπως η ρύπανση του Ασωπού, η πυρκαγιά στο εργοστάσιο πλαστικών στη Μεταμόρφωση, το ναυάγιο του «Αγία Ζώνη ΙΙ» στον Σαρωνικό, η ρύπανση στη Δυτ. Θεσσαλονίκη και τη Δυτ. Αττική είναι μόνο μερικά παραδείγματα που αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου.
Η αστική πολιτική για τη λεγόμενη προστασία του περιβάλλοντος καθορίζεται με κριτήριο την εξασφάλιση της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Αυτό εκφράζεται και με τον ψευδεπίγραφο κρατικό έλεγχο της ρυπογόνας και επικίνδυνης επιχειρηματικής δραστηριότητας, εκφράζεται και με τις σκόπιμες ελλείψεις στους υπάρχοντες κανονισμούς, που συμβάλλουν στη μη αποτελεσματική εφαρμογή τους.
Για παράδειγμα, αποτελεί σήμερα μαγική εικόνα η αποτύπωση της πραγματικής κατάστασης ως προς τη ρύπανση και την έκθεση του πληθυσμού στους σχετικούς κινδύνους. Η τοξικότητα των ρύπων σε αέρα, γη, νερό, θάλασσα, τροφική αλυσίδα δεν μετράται και δεν εκτιμάται συστηματικά.
Στο δίκτυο σταθμών μέτρησης του Εθνικού Δικτύου Παρακολούθησης της Ατμοσφαιρικής Ρύπανσης που την ευθύνη λειτουργίας του έχει το ΥΠΕΝ για παράδειγμα, στην Αττική λειτουργούν μόνο 14 σταθμοί σύμφωνα με στοιχεία του 2019! Από αυτούς μόνο 6 μετρούν αιωρούμενα σωματίδια ΑΣ2.5 και μόνο 4 βενζόλιο. Δεν υπάρχουν δεδομένα από συστηματικές μετρήσεις καρκινογόνων ουσιών όπως πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες, διοξίνες, φουράνια κ.λπ.
Για όσους κανονισμούς υπάρχουν, όλες οι κυβερνήσεις ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΣΥΡΙΖΑ έως σήμερα έχουν φροντίσει με την πολιτική τους να είναι κανονισμοί στα χαρτιά. Ο κρατικός έλεγχος για την ασφαλή λειτουργία των επιχειρήσεων και την πρόληψη της ρύπανσης είναι ψευδεπίγραφος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι στα Τμήματα Επιθεώρησης Περιβάλλοντος των Σωμάτων Βορείου και Νοτίου Ελλάδας, το 2019 πανελλαδικά υπηρετούσαν συνολικά μόνο 17 επιθεωρητές Περιβάλλοντος, για να καλύψουν τις ανάγκες επιθεώρησης. Οι αντίστοιχες υπηρεσίες ελέγχου της κάθε Περιφέρειας είναι επίσης υποστελεχωμένες.
Οι κανονισμοί που υπάρχουν διέπονται από τη στρατηγική της ΕΕ για το περιβάλλον, π.χ. της αρχής τού «ο ρυπαίνων πληρώνει» (και συνεχίζει τελικά να ρυπαίνει χωρίς καν να πληρώνει, αφού τελικά την πληρώνει ο λαός). Στο πλαίσιο εφαρμογής αυτής της αρχής, για παράδειγμα, η νομοθεσία επιτρέπει στην πράξη αυτός που θα καθορίσει τον χαρακτηρισμό της επικινδυνότητας των αποβλήτων να είναι η ίδια η επιχείρηση που παράγει τα απόβλητα.
Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τι συμβαίνει πραγματικά, αν συνδυάσουμε αυτό με το ότι δεν πραγματοποιούνται έλεγχοι και με το ότι δεν υπάρχουν στη χώρα μας χώροι κατάλληλοι για επικίνδυνα απόβλητα…
Ενα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι στην υπουργική απόφαση που ενσωματώνει την ευρωπαϊκή Οδηγία για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα, αναφέρεται για τους στόχους μείωσης της έκθεσης σε αιωρούμενα σωματίδια ΑΣ2.5και όζον ότι οι «αρμόδιες αρχές λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα που δεν συνεπάγονται υπερβολικό κόστος»!
Ολα αυτά που ενδεικτικά αναφέραμε δεν είναι τυχαία κενά και διαχειριστικά λάθη, που μια νέα, για παράδειγμα, κυβέρνηση ή περιφερειακή αρχή θα τα αντιμετωπίσει. Γι’ αυτό και είναι κρίσιμο να μπει στο στόχαστρο ο πραγματικός ταξικός αντίπαλος, το καπιταλιστικό σύστημα που γεννά αυτές τις συνέπειες.
Να βγούμε αγωνιστικά και αποφασιστικά στο προσκήνιο, να πάρουμε την τύχη μας στα χέρια μας, για να μη θρηνήσουμε άλλα θύματα, για τη ζωή και το περιβάλλον που μας αξίζει.