Οργανώνουμε τη σύγκρουση με την κυβερνητική πολιτική για το δικαίωμα στη λαϊκή στέγη

του Ηλία Τσιμπουκάκη*

Οπως και τα προηγούμενα χρόνια έτσι και φέτος η κυβέρνηση ετοιμάζεται να εξαγγείλει στη ΔΕΘ ένα ακόμα πακέτο μέτρων «ριζικής αντιμετώπισης» του στεγαστικού προβλήματος.

Οπως κάθε χρόνο, έχουν προηγηθεί τα ρεπορτάζ που υπενθυμίζουν το οξυμένο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν φοιτητές, εκπαιδευτικοί, υγειονομικοί και άλλοι υπάλληλοι που αναζητούν στέγη στην πρωτεύουσα ή την περιφέρεια όπως κάθε καλοκαίρι χιλιάδες εποχικά εργαζόμενοι σε τουριστικούς προορισμούς.

Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα είναι οξύτατο για τη συντριπτική πλειοψηφία των λαϊκών νοικοκυριών που καταβάλλουν ένα πολύ μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους για στέγη, ως ενοίκιο, ως δαπάνες αποπληρωμής ενός στεγαστικού δανείου. Ακόμα και οι περισσότερο «τυχεροί» καταβάλλουν μεγάλες δαπάνες συντήρησης παλαιών σπιτιών που κληρονόμησαν απ’ το παρελθόν.

Το ποσοστό ιδιοκατοίκησης συρρικνώνεται ολοένα και περισσότερο έχοντας φθάσει στο 73%, από το 85% που ήταν 20 χρόνια πριν, ενώ σε μικρότερες ηλικίες, με βάση ορισμένες έρευνες, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης είναι μόλις στο 30%. Μάλιστα, σημαντικό κομμάτι της «ιδιοκατοίκησης» αφορά σπίτια υποθηκευμένα σε τράπεζες.

 

Διαρκής επιβάρυνση του κόστους για τη στέγαση

Η επιβάρυνση του λαού για τη στέγη είναι αποτέλεσμα τόσο της αύξησης της τιμής της όσο και της μείωσης του πραγματικού μισθού και του διαθέσιμου εισοδήματος.

Ο συνδυασμός των περικοπών στον ονομαστικό μισθό, της εκτόξευσης του πληθωρισμού τα τελευταία χρόνια, της φοροαφαίμαξης των εργαζομένων οδηγεί σε έναν μέσο πραγματικό μισθό στη χώρα που βρίσκεται αρκετά κάτω απ’ το επίπεδο του 2012.

Οι τιμές κατοικιών αυξήθηκαν κατά 66,4% απ’ το τρίτο τρίμηνο του 2017, οπότε η καπιταλιστική αγορά ακινήτων βρέθηκε στο ναδίρ, μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2024. Το 2023 μόνο η αύξηση ήταν 13,8% και 10,4% το πρώτο τρίμηνο του 2024.

Τα ενοίκια έχουν αυξηθεί κατά 37% την τελευταία πενταετία. Αύξηση έχει σημειωθεί και στις τιμές των εμπορικών ακινήτων κατά 33% επιβαρύνοντας αυτοαπασχολούμενους και μικρούς επαγγελματίες.

Μάλιστα, η κατάσταση είναι ακόμα πιο «μαύρη» για τους εργαζόμενους αν υπολογίσει κανείς το συνολικό κόστος στέγασης, δηλαδή το κόστος της στέγης συμπεριλαμβανομένων των λογαριασμών «κοινής ωφέλειας», ιδιαίτερα το κόστος Ενέργειας.

Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, το 71,9% των νέων 18 – 34 ετών διαμένουν στο παιδικό τους δωμάτιο, από 58,4% το 2008. Ταυτόχρονα, το 74,2% των ενοικιαστών δαπανούν άνω του 40% του εισοδήματός τους για τη στέγαση. Σχεδόν ένα στα δύο νοικοκυριά (45,5%) καθυστερούν να πληρώσουν στεγαστικά δάνεια, ενοίκια ή λογαριασμούς.

Το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Στην ΕΕ, μεταξύ του 2010 και του πρώτου τριμήνου 2024, τα μέσα ενοίκια αυξήθηκαν σχεδόν κατά 24% και οι τιμές των κατοικιών κατά σχεδόν 49%.

Στην Ελλάδα η τάση ανόδου θα συνεχιστεί καθώς οι τιμές ακινήτων, παρά τις τεράστιες αυξήσεις, υπολείπονται κατά 4% απ’ το μέγιστο του τρίτου τριμήνου του 2008, δηλαδή με την είσοδο της οικονομίας στην καπιταλιστική κρίση.

 

Η πολιτική του κεφαλαίου ο πραγματικός υπαίτιος των τεράστιων αυξήσεων

Η άνοδος των τιμών της κατοικίας, όπως κάθε εμπορεύματος, δεν αποτελεί «έκτακτο» ή «τυχαίο» φαινόμενο αλλά προϊόν της στρατηγικής του κεφαλαίου και της ΕΕ και της «φυσιολογικής» λειτουργίας του καπιταλισμού.

Σε αυτήν την άνοδο παίζουν ρόλο:

  • Η μετάβαση της καπιταλιστικής οικονομίας στη φάση της ανάπτυξης ανεβάζοντας τις τιμές των εμπορευμάτων γενικά, μέσα σε αυτά και την τιμή της κατοικίας.
  • Ο κρατικός σχεδιασμός για μετατροπή της χώρας, ειδικότερα της Αττικής και της Αθήνας, σε διεθνή προορισμό για «υψηλού επιπέδου» τουρισμό, με την προσέλκυση εγχώριων και ξένων κεφαλαίων, μεταφράζεται σε νέες επενδύσεις ακινήτων (real estate), στην εκτόξευση των βραχυχρόνιων μισθώσεων (τύπου Airbnb) εκτοξεύοντας περαιτέρω τις τιμές.
  • Το κράτος χρηματοδοτεί έργα υποδομών (βλέπε Μετρό, αυτοκινητόδρομους, γήπεδα κ.λπ.) αλλά και εκτεταμένων αστικών αναπλάσεων σε συγκεκριμένες περιοχές στο κέντρο της Αθήνας, στον Πειραιά, στο παράκτιο μέτωπο, σε αδόμητες εκτάσεις στα βόρεια προάστια ενισχύοντας την αξία των επενδύσεων ακινήτων στις περιοχές αυτές και αυξάνοντας την αξία της κατοικίας. Παράλληλα, έργα υποδομής που θα μπορούσαν να βελτιώσουν την πρόσβαση σε άλλες περιοχές της Αττικής δεν προχωρούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η νέα γραμμή του Μετρό, που αντί να καλύπτει περιοχές της Δυτικής Αθήνας με ελάχιστη πρόσβαση σε Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, καλύπτει με ακόμα μεγαλύτερη πυκνότητα το κέντρο της πόλης.
  • Η «πράσινη μετάβαση» της ΕΕ επιβάλλει ενεργειακά αναβαθμισμένες παλαιότερες κατοικίεςνέες «πράσινες» και «έξυπνες» κατασκευές που σε συνδυασμό με το πανάκριβο «πράσινο» ρεύμα κάνουν αβάσταχτο το κόστος στέγασης.
  • Οι τιμές κατασκευής αυξήθηκαν κατά 26% από το 2020 έως το 2023, ανεβάζοντας περαιτέρω τις τιμές των νέων και ανακαινισμένων κατοικιών. Το καρτέλ των ομίλων των δομικών υλικών καθορίζει τις τιμές, ενώ ο πληθωρισμός τροφοδοτείται απ’ τις επιπτώσεις του ιμπεριαλιστικού πολέμου και των κυρώσεων της ΕΕ κατά της Ρωσίας που αυξάνουν τις τιμές της Ενέργειας στην ΕΕ, γενικότερα τις τιμές πρώτων υλών, όπως του χάλυβα, λόγω και της αύξησης του κόστους μεταφορών εξαιτίας του πολέμου στη Μέση Ανατολή.
  • Οι κρατικές ενισχύσεις δισεκατομμυρίων ευρώ μέσω του προϋπολογισμού ή του Ταμείου Ανάκαμψης, στο πλαίσιο της καπιταλιστικής αγοράς, ενισχύουν σημαντικά τη ζήτηση κατοικίας ως κεφαλαίου – όχι για ατομική, ιδιωτική χρήση – χωρίς ωστόσο να οδηγούν σε αντίστοιχη αύξηση στους μισθούς των εργαζομένων.

 

«Στεγαστική πολιτική» κυβέρνησης – ΕΕ: Τα κέρδη στο κεφάλαιο, ο λογαριασμός στον λαό

Τα σενάρια για τις κυβερνητικές εξαγγελίες στη ΔΕΘ, χωρίς να έχουν ακόμα οριστικοποιηθεί, περιλαμβάνουν:

  • Πρόγραμμα «Σπίτι μου ΙΙ» προϋπολογισμού μέχρι 2 δισ. ευρώ, επιδότησης τραπεζικών δανείων για αγορά 20.000 πρώτων κατοικιών.
  • Πρόγραμμα «Κοινωνική Αντιπαροχή», που είχε εξαγγελθεί πριν από δύο χρόνια, κατασκευής 2.500 κατοικιών για δικαιούχους ηλικίας έως 39 ετών, με χαμηλό ενοίκιο και δυνατότητα αγοράς μετά από κάποια χρονική περίοδο.
  • Τη συνέχιση του Προγράμματος «Ανακαινίζω – Νοικιάζω» με αύξηση της επιδότησης για εργασίες επισκευής «κλειστών» διαμερισμάτων, με τον όρο να εισέλθουν στην αγορά μακροχρόνιας μίσθωσης.
  • Φορολογικά κίνητρα εκμετάλλευσης «κλειστών» διαμερισμάτων προς ιδιοκατοίκηση, μακροχρόνια μίσθωση ή πώληση.
  • Μέτρα «περιορισμού» των βραχυχρόνιων μισθώσεων με αύξηση συντελεστών φορολόγησης.

Κεντρικό σημείο των κυβερνητικών μέτρων αποτελεί η εξαγγελία θέσπισης και λειτουργίας του «μητρώου ακινήτων» προκειμένου το κράτος να συγκεντρώσει το σύνολο της πληροφορίας για την «πραγματική» κατάσταση των ακινήτων, τη χωροθέτησή τους, τις τιμές πώλησης και ενοικίασης, με βασικό στόχο την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής συνδυαστικά με διασταυρώσεις φορολογικών στοιχείων απ’ την ΑΑΔΕ.

Η κυβέρνηση εμφανίζει αυτά τα μέτρα ως πρόγραμμα ουσιαστικής αντιμετώπισης του στεγαστικού προβλήματος. Η αλήθεια είναι ότι:

  • Τα νέα αυτά προγράμματα αποτελούν σταγόνα στον ωκεανό του πλήθους των εργαζομένων, περιλαμβάνοντας μόλις 20.000 δικαιούχους για αγορά πρώτης κατοικίας και 2.500 για παροχή κατοικιών με χαμηλό ενοίκιο και δικαίωμα αγοράς.
  • Τα προγράμματα επιβάλλουν τον τραπεζικό δανεισμό των «ωφελούμενων» για την απόκτηση κατοικίας ή την ανακαίνιση και ενεργειακή αναβάθμιση του ακινήτου. Οι εργαζόμενοι παραμένουν «ενοικιαστές» του σπιτιού τους, όμηροι της επόμενης γενιάς πλειστηριασμών.
  • Ο λαός πληρώνει τα κεφάλαια των κρατικών ενισχύσεων μέσω της ληστρικής κρατικής φορολογίας, που αφήνει ανέγγιχτα τα κέρδη των ομίλων, και των περικοπών δαπανών για τις κοινωνικές ανάγκες, για τα ματωμένα πλεονάσματα που αναδιανέμουν τη φτώχεια μεταξύ φτωχότερων και φτωχών.
  • Ο λαός χρεώνεται την «Κοινωνική Αντιπαροχή» της δωρεάν παραχώρησης ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου. Τα 98 οικόπεδα, συνολικής επιφάνειας 627 στρεμμάτων, εκ των οποίων το ένα τρίτο στην Αττική, μέσω ΣΔΙΤ παραχωρούνται στους αναδόχους ομίλους για δεκαετίες.

Η κρατική παρέμβαση των προγραμμάτων επιδότησης αγοράς, κατασκευής ή ανακαίνισης κατοικιών τροφοδοτεί την κερδοφορία των ομίλων των κατασκευών, της εκμετάλλευσης και διαχείρισης ακινήτων, της βιομηχανίας δομικών υλικών, των τραπεζών που διαπιστώνουν «καθυστέρηση» στην επέκταση της αγοράς στεγαστικών δανείων.

 

Στην ίδια κατεύθυνση οι προτάσεις ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ

Απ’ την άλλη, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ ασκούν κριτική για καθυστέρηση εκμετάλλευσης ακινήτων του Δημοσίου για την κατασκευή «κοινωνικών κατοικιών» (ΠΑΣΟΚ) ή την «Τράπεζα Στέγης» (ΣΥΡΙΖΑ), για τη μη αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του κράτους για επιδότηση στεγαστικών δανείων, προβάλλοντας τα «παραδείγματα» από τις καλύτερες πρακτικές άλλων χωρών της ΕΕ, στις οποίες ωστόσο επίσης οξύνεται η στεγαστική κρίση.

Η πραγματικότητα είναι ότι ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ συναίνεσαν στην κατάργηση του ΟΕΚ, ενώ σήμερα συναινούν στην παραχώρηση της ακίνητης περιουσίας του μέσω ΣΔΙΤ για την εγγυημένη κερδοφορία των κατασκευαστικών ομίλων, στην πολιτική στήριξης των τραπεζικών ομίλων που μέχρι σήμερα οδηγεί σε χιλιάδες νέους πλειστηριασμούς λαϊκών κατοικιών, με «πρωτοπόρο» τον ΣΥΡΙΖΑ των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και του «ιδιώνυμου» της κρατικής καταστολής των κινητοποιήσεων ενάντια στους πλειστηριασμούς.

Στην πραγματικότητα, κυβέρνηση και αστικά κόμματα ούτε θέλουν ούτε μπορούν να αντιμετωπίσουν τη στεγαστική κρίση, που πηγάζει απ’ το γεγονός ότι στον καπιταλισμό η κατοικία αποτελεί εμπόρευμα.

 

Οργανώνουμε την αντεπίθεση για να ανοίξει ο δρόμος της ανατροπής

Οι δυνάμεις του ΚΚΕ οργανώνουμε τον αγώνα για τη μόνη πραγματική διέξοδο, τον σοσιαλισμό, την κοινωνική ιδιοκτησία με επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό, που μπορεί να διασφαλίσει την κάλυψη του συνόλου των σύγχρονων αναγκών στη στέγη, στην Ενέργεια και τα υπόλοιπα κοινωνικά αγαθά και δικαιώματα.

Για να ανοίξει αυτός ο δρόμος κλιμακώνουμε τη σύγκρουση με την πολιτική των επιδομάτων – φιλοδώρημα που δεν αντιμετωπίζει το κόστος στέγασης, την πολιτική επιδότησης δανείων που υποθηκεύει τη ζωή των νέων και των λαϊκών οικογενειών. Βάζουμε στην προμετωπίδα τις διεκδικήσεις του ταξικού κινήματος πρώτα και κύρια για ουσιαστικές αυξήσεις μισθών με μείωση του εργάσιμου χρόνου. Για ολοκληρωμένο στεγαστικό σχεδιασμό με στόχο την κάλυψη των εργατικών – λαϊκών αναγκών, με επανασύσταση του ΟΕΚ και ενίσχυση του αποκλειστικά κρατικού κατασκευαστικού προγράμματος. Για απαγόρευση των πλειστηριασμών των λαϊκών κατοικιών. Τις διεκδικήσεις του φοιτητικού κινήματος για αναβάθμιση και επέκταση των φοιτητικών εστιών και για αξιοποίηση, με ευθύνη του κράτους, διαμερισμάτων και ξενοδοχείων για δωρεάν στέγαση των φοιτητών. Η επιτυχία του συλλαλητηρίου στη ΔΕΘ στις 7 Σεπτέμβρη είναι ένας ακόμα σταθμός σε αυτήν την προσπάθεια.

* Ο Ηλ. Τσιμπουκάκης είναι μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ και της ΕΠ της ΚΟ Αττικής

(αναδημοσίευση από το Ριζοσπάστη, 31/8-1/9-2024)

Οργανώνουμε τη σύγκρουση με την κυβερνητική πολιτική για το δικαίωμα στη λαϊκή στέγη
Scroll to top