Ποιος εγγυάται ότι θα αντέξουν τα κτίρια στον επόμενο μεγάλο σεισμό;

*του Δημήτρη Κουτζή

Οι δύο καταστροφικοί σεισμοί που έγιναν τη Δευτέρα 6 Φλεβάρη με επίκεντρο στη νοτιοανατολική Τουρκία, κοντά στα σύνορα με τη Συρία, είχαν ως αποτέλεσμα δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και ακόμα περισσότερους αγνοούμενους και εγκλωβισμένους κάτω από τα συντρίμμια στις δύο χώρες. Ξυπνούν μνήμες από ισχυρούς καταστροφικούς σεισμούς στη χώρα μας και φέρνουν στο προσκήνιο για ακόμα μια φορά το ζήτημα της αντισεισμικής θωράκισης και προστασίας.

Δικαιολογημένα ανησυχούν οι εργατικές και λαϊκές οικογένειες. Αναρωτιούνται τι θα συμβεί στη χώρα μας με έναν αντίστοιχο σεισμό. Κάτι που δεν μπορεί να αποκλειστεί, γιατί είμαστε η 1η σεισμογόνος χώρα στην Ευρώπη και 6η στον κόσμο.

Η προσπάθεια εφησυχασμού του λαού από την κυβέρνηση με το επιχείρημα ότι εμείς έχουμε σύγχρονο αντισεισμικό κανονισμό δεν μπορεί να σταθεί.

Τα κτίρια, σε ένα ποσοστό της τάξης του 60%, είναι κατασκευασμένα χωρίς καθόλου αντισεισμικούς κανονισμούς ή με τον αντισεισμικό κανονισμό του 1959. Το 1984 και το 1985 στον κανονισμό αυτό έγιναν τροποποιήσεις και συμπληρώσεις με ορισμένες πρόσθετες διατάξεις εξαιτίας των μεγάλων σεισμών στη Θεσσαλονίκη (1978) και στις Αλκυονίδες (1981).

Η εφαρμογή του Νέου Ελληνικού Αντισεισμικού Κανονισμού (ΝΕΑΚ) καθυστέρησε ακόμη μία δεκαετία. Το 2000 και το 2003 με τον ΕΑΚ θεσπίστηκαν αλλαγές με αυστηρότερες διατάξεις και έγινε τροποποίηση του χάρτη με τις ζώνες σεισμικής επικινδυνότητας.

Από τα παραπάνω προκύπτει η ανάγκη για άμεσο έλεγχο με κρατική ευθύνη των δημόσιων και κοινωφελούς χρήσης κτιρίων και υποδομών. Η ασάφεια της σεισμικής επάρκειάς τους γίνεται ακόμη μεγαλύτερη αν ληφθεί υπόψη η πλημμελής συντήρησή τους, αφού προβλήματα που εμφανίζονται στη διάρκεια ζωής και λειτουργίας των δημόσιων κτιρίων και υποδομών (π.χ. διάβρωση) δεν αντιμετωπίζονται άμεσα ή ποτέ, με αποτέλεσμα να απομειώνεται η αντοχή τους.

Επίσης, με ευθύνη του κράτους απαιτείται να πραγματοποιηθεί άμεσα ο αντισεισμικός έλεγχος των κτιρίων που κατοικούν οι εργατικές – λαϊκές οικογένειες και έχουν κατασκευαστεί με τους παλαιούς αντισεισμικούς κανονισμούς, των οποίων η αλλαγή καθυστέρησε να θεσπιστεί με ευθύνη του κράτους. Η καθυστέρηση στις αλλαγές των κανονισμών ενώ ήδη υπήρχε κατεκτημένη η επιστημονική γνώση, είχε να κάνει με τα κέρδη των κατασκευαστικών ομίλων.

Ο προσεισμικός έλεγχος δεν μπορεί να περιορίζεται στον πρωτοβάθμιο, οπτικό έλεγχο της κατασκευής με τη συμπλήρωση και βαθμονόμηση στατιστικού δελτίου. Απαιτείται να είναι ουσιαστικός και ενδελεχής με μετρήσεις της ποιότητας και της ποσότητας των υλικών με σύγχρονα μέσα, με υπολογισμούς για την αντισεισμική ικανότητα της κατασκευής που θα λαμβάνουν υπόψη τα σύγχρονα σεισμολογικά δεδομένα για τον ελλαδικό χώρο και θα οδηγούν σε ενίσχυση και θωράκιση των κατασκευών.

Αλλά ακόμα και αυτός ο πρωτοβάθμιος προσεισμικός έλεγχος των δημόσιων κτιρίων που θεσπίστηκε το 2001 έχει υλοποιηθεί μέχρι σήμερα μόνο σε ένα ποσοστό περίπου 25%, κυρίως σε σχολεία. Τα αποτελέσματα του ελέγχου όπου έχει γίνει δεν έχουν δημοσιοποιηθεί.

Με το πρόγραμμα «ΗΛΕΚΤΡΑ» που χρηματοδοτείται η ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων του Δημοσίου (π.χ. σχολεία κ.λπ.) αυτό που απαιτείται είναι να υπάρχει συμπληρωμένος ο πρωτοβάθμιος ταχύς προσεισμικός έλεγχος. Με αποτέλεσμα στα παλαιά δημόσια κτίρια να καλυφθεί το κέλυφος του κτιρίου με υλικά ενεργειακής αναβάθμισης και να είναι αδύνατος ο εντοπισμός ακόμη και ενδείξεων στατικής ανεπάρκειας στα φέροντα στοιχεία του μετά από ισχυρές σεισμικές δονήσεις.

Η 3η αναθεώρηση του Κανονισμού Επεμβάσεων (2022) θεσμοθέτησε να επιτρέπεται τα υφιστάμενα κτίρια να ελέγχονται και να κατατάσσονται σε χαμηλές σεισμικές κλάσεις, δηλαδή να αντέχουν μόνο σε πολύ μικρότερες σεισμικές δονήσεις από αυτές που με βάση τα σεισμολογικά δεδομένα ενδέχεται να προκληθούν στη συγκεκριμένη περιοχή.

Οι διαχρονικές ευθύνες ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ

Τα παραπάνω δείχνουν ότι οι κυβερνήσεις διαχρονικά σχεδιάζουν και υλοποιούν με γνώμονα τη διασφάλιση της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων.

Στο πλαίσιο αυτό χρηματοδοτείται η «πράσινη μετάβαση», δίνονται κίνητρα και γίνονται επενδύσεις για ενεργειακές αναβαθμίσεις των κτιρίων (δημόσιων και ιδιωτικών), αλλά ο προσεισμικός έλεγχος και η αντισεισμική θωράκιση κτιρίων και υποδομών δεν είναι προτεραιότητα γιατί δεν εξασφαλίζουν για το κεφάλαιο ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους. Αναβαθμίζονται δηλαδή ενεργειακά κτίρια για τα οποία δεν είναι διασφαλισμένη η στατική τους επάρκεια.

Γίνεται έτσι φανερό ότι η διαμάχη ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ για τις ευθύνες σε σχέση με τις καταστροφικές επιπτώσεις από τους σεισμούς, που όλο και πιο συχνά παρακολουθούμε, είναι κάλπικη. Καμιά κυβέρνηση διαχρονικά δεν έκανε ουσιαστικά βήματα αναβάθμισης των αντισεισμικών ελέγχων σε κατασκευές και σε έργα υποδομής.

Εμπαιγμό αποτελούν και τα μέτρα στεγαστικής συνδρομής του κράτους, για τα κτίρια που μετά από έναν ισχυρό σεισμό έχουν υποστεί βλάβες και χρήζουν επισκευής ή τα κτίρια που έχουν κριθεί «κόκκινα» και πρέπει να ανακατασκευαστούν. Τα τιμολόγια με τα οποία καλύπτουν ως δωρεά – κρατική αρωγή το 80% του κόστους επισκευής ή ανακατασκευής, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ουσιαστικά καλύπτουν πολύ μικρότερο ποσοστό, ενώ υπάρχει περιορισμός για τα τετραγωνικά μέτρα που χορηγείται η αρωγή. Επίσης, οι διαδικασίες είναι χρονοβόρες και οι εγκρίσεις καθυστερούν με αποτέλεσμα και 5 χρόνια μετά από μία φυσική καταστροφή να μην έχουν υλοποιηθεί οι περισσότερες επισκευές και ανακατασκευές.

Οι κυβερνήσεις διαχρονικά μετά από έναν ισχυρό σεισμό παίρνουν μέτρα αποσπασματικά, που δεν ικανοποιούν ούτε στοιχειώδεις ανάγκες των λαϊκών οικογενειών και έχει διαπιστωθεί ότι η υλοποίησή τους γίνεται με μεγάλη χρονική καθυστέρηση (όταν δεν παραπέμπονται στις ελληνικές καλένδες).

Παράλληλα σημειώνουμε ότι, με βάση τα τιμολόγια και τις τεχνικές υπουργικές οδηγίες, με τις επισκευές που εγκρίνονται σε σεισμόπληκτα κτίρια, αυτά αντί να ενισχύονται και να θωρακίζονται, οδηγούνται στην προ του σεισμού κατάσταση, δηλαδή στην κατάσταση που βρίσκονταν όταν έπαθαν ζημιές!!!

Οι τραγικές ανεπάρκειες του κρατικού μηχανισμού και της Τοπικής Διοίκησης (δήμοι, Περιφέρειες) στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων μετά από έναν ισχυρό σεισμό δεν είναι απότοκο της ελλιπούς οργάνωσης και της αναποτελεσματικότητας του κρατικού μηχανισμού, αλλά, αντίθετα, αντανακλούν την αποτελεσματικότητα του κράτους στην πραγματική αποστολή του. Το τι χρηματοδοτείται και τι όχι δεν είναι τυχαίο.

Ενδεικτικά αναφέρουμε:

  • Τις χρόνιες ελλείψεις σε επιστημονικό προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή της Διεύθυνσης Αποκατάστασης Επιπτώσεων από Φυσικές Καταστροφές (ΔΑΕΦΚ). Οι μηχανικοί της είναι οι αρμόδιοι να κρίνουν και την καταλληλότητα των κτιρίων. Οι μηχανικοί αυτοί αποστέλλονται από το ένα σοβαρό περιστατικό στο επόμενο χωρίς να ολοκληρώνεται η αποστολή τους στο προηγούμενο, για να φαίνεται ότι το κράτος αντιμετωπίζει τα προβλήματα από πυρκαγιές, πλημμύρες και σεισμούς. Με αποτέλεσμα να καθυστερούν οι ελλιπείς εγκρίσεις για τις αποκαταστάσεις των πληγέντων, με τα προβλεπόμενα στην υπάρχουσα νομοθεσία.
  • Τις τεράστιες ελλείψεις που υπάρχουν σε υλικοτεχνική υποδομή και σε στελέχωση των άλλων αρμόδιων υπηρεσιών και φορέων, όπως είναι η Πολιτική Προστασία, η Πυροσβεστική, η ΕΜΑΚ, το Γεωδυναμικό Ινστιτούτο, οι Κτιριακές Υποδομές κ.λπ., κεντρικά, στους δήμους και τις Περιφέρειες, οι οποίες καθιστούν τα όποια σχέδια αντιμετώπισης φυσικών καταστροφών χαρτιά χωρίς ουσία.
  • Τις μεγάλες ελλείψεις σε μηχανικούς, εργατοτεχνικό προσωπικό και υλικοτεχνική υποδομή στους δήμους και την Περιφέρεια για τις άμεσες επισκευές σχολείων, παιδικών σταθμών, κ.λπ.

Για έναν ολοκληρωμένο αντισεισμικό σχεδιασμό

Οι ευθύνες διαχρονικά των αστικών κυβερνήσεων των τελευταίων δεκαετιών είναι τεράστιες. Η ίδια η ζωή αποδεικνύει ότι πραγματικός αντίπαλος είναι η πολιτική που αντιμετωπίζει και την αντισεισμική προστασία ως εμπόρευμα και καθορίζει το επίπεδο προστασίας με βάση τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου.

Η αντισεισμική προστασία απαιτεί έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό, με γνώμονα τις κοινωνικές ανάγκες, που να προωθεί αφενός μακροπρόθεσμα μέτρα για την πρόληψη των σεισμικών επιπτώσεων και προστασία των κατασκευών και αφετέρου μέτρα άμεσης απόδοσης για την καλύτερη αντιμετώπιση της κατάστασης μετά από έναν καταστροφικό σεισμό. Εναν σχεδιασμό που θα κατανέμει σχεδιασμένα την κρατική χρηματοδότηση και το εργατικό δυναμικό, θα προγραμματίζει την υλοποίηση των έργων σύμφωνα με τις επείγουσες ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων (π.χ. αντισεισμική θωράκιση, αντιπλημμυρική και αντιπυρική προστασία), θα καλύπτει το σύνολο των φάσεων των δημόσιων έργων και θα εξασφαλίζει τις συνδυασμένες λαϊκές ανάγκες για κατοικία.

Τα σημερινά επίπεδα της τεχνολογίας και της τεχνικής επιτρέπουν ένα ανώτερο επίπεδο πολιτικής προστασίας. Για να υλοποιηθεί αυτός ο ολοκληρωμένος σχεδιασμός πρέπει ο λαός να πάρει στα χέρια του το τιμόνι της εξουσίας και τα κλειδιά της οικονομίας. Για να ανοίξει αυτός ο δρόμος της ανατροπής μπαίνουν σήμερα μπροστά οι δυνάμεις του ΚΚΕ. Με εμπιστοσύνη στη δύναμη του λαού που φάνηκε σε όλες τις προηγούμενες φυσικές καταστροφές και αποδεικνύεται σήμερα με την αλληλεγγύη στους λαούς της Συρίας και της Τουρκίας. Η καταδίκη των πολιτικών συνενόχων για τη σημερινή απαράδεκτη κατάσταση και η ενίσχυση του ΚΚΕ πρέπει να εκφραστούν αποφασιστικά και στην επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση.

* Ο Δημήτρης Κουτζής είναι πολιτικός μηχανικός, μέλος του Τμήματος Περιβάλλοντος της ΚΕ του ΚΚΕ και της ΔΕ του ΤΕΕ

(αναδημοσίευση άρθρου από την εφημερίδα Ριζοσπάστης, 11-12/2/2023)

Ποιος εγγυάται ότι θα αντέξουν τα κτίρια στον επόμενο μεγάλο σεισμό;
Scroll to top